- ρεκλαμάρω
- -ισα και -α, -ίστηκα, διαφημίζω: Πολύ ρεκλαμάρουν ένα νέο φάρμακο για την τριχόπτωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεκλαμάρω — Ν [ρεκλάμα] κάνω ρεκλάμα ή ρεκλαμάρισμα, διαφημίζω … Dictionary of Greek
διαφημίζω — (ΑΝ) διαδίδω, διασπείρω τη φήμη κάποιου σ όλους, κάνω κάτι γνωστό, διαλαλώ, διατυμπανίζω νεοελλ. 1. επαινώ δημόσια πρόσωπο ή πράγμα, ρεκλαμάρω («διαφημίζει τα κατορθώματά του») 2. επαινώ τις ιδιότητες, την ωφέλεια ενός πράγματος με σκοπό την… … Dictionary of Greek
διαφημίζω — διαφήμισα, διαφημίστηκα, διαφημισμένος, προβάλλω και εξυμνώ δημόσια με σκοπό την εμπορική επιτυχία, ρεκλαμάρω: Είναι εξαιρετικά διαφημισμένο προϊόν! Πρόσεξέ το! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)